το παρακάτω σχόλιο το βρήκα στο ίντερνετ. Παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον και η γνωστή ιστορία του Joe Kennedy αποτελεί και για μένα μάθημα εδώ και πολλά χρόνια.
Wednesday, 27 Jun 2007
Η Chinatown του Λονδίνου - ο Joe Kennedy και η κινέζικη φούσκα
Οι τεχνικοί και οι επιστημονικοί τεχνικοί αναλυτές αρέσκονται να αναλύουν διαγράμματα και να διαβάζουν ποσοτικές και στατιστικές αναλύσεις, νούμερα και χρηματοοικονομικά στοιχεία, για τις διάφορες αγορές που μελετούν. Μέσα από όλα αυτά αισθάνονται σα να έρχονται σε επαφή με χώρες που, ίσως, δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ και συχνά καταλήγουν να γνωρίζουν περισσότερα για τις οικονομίες και τα χρηματιστήρια τους ακόμη και από τους ίδιους τους κατοίκους τους.Δε διαφέρω σε αυτό από τους υπόλοιπους αναλυτές. Απολαμβάνω τα πρωινά μου στο Λονδίνο, μπροστά στις οθόνες παρακολούθησης των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών και δεν αμελώ ποτέ να τις μελετήσω μέσω των τεχνικών και επιστημονικών τεχνικών μεθόδων. Υπάρχουν, όμως, κάποια πράγματα που αποκαλύπτονται από την προσωπική επαφή με τους επενδυτές και τα οποία, ίσως, χάνονται μέσα στους αριθμούς και τα διαγράμματα. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που προσπαθώ να ταξιδεύω συχνά, σε όσες περισσότερες χώρες μπορώ. Σε μία περίοδο όπου αναπτύσσεται μεγάλη φιλολογία σχετικά με το αν υπάρχει φούσκα στη χρηματιστηριακή αγορά της Κίνας ή όχι, σκέφτηκα πως ένα νέο ταξίδι μου εκεί θα ήταν χρήσιμο. Πριν πάρω την απόφαση να αφήσω το Λονδίνο για ένα ταξίδι χιλιάδων χιλιομέτρων, αποφάσισα να αφήσω το γραφείο μου και να κατευθυνθώ λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, προς τα εκεί όπου χιλιάδες Κινέζοι συναλλάσσονται καθημερινά, πουλώντας κάθε λογής προϊόντα: στην Κινέζικη Πόλη του Λονδίνου. Η αρχή έγινε από ένα φημισμένο εστιατόριο, ο ιδιοκτήτης του οποίου είναι πελάτης μου εδώ και δύο χρόνια. Ήταν αργά το μεσημέρι, όταν έφτασα για ένα γρήγορο γεύμα. Πέντε λεπτά με τον ιδιοκτήτη στο τραπέζι μου, πριν ακόμη παραγγείλω, ήταν αρκετά για να αντιληφτεί το προσωπικό ότι ήμουν ο επιστημονικός τεχνικός αναλυτής του αφεντικού τους. Δεν ξέρω κατά πόσο γνώριζαν τι ακριβώς σήμαινε αυτό, όμως έφτασε για να καταλάβουν πως είχε σχέση με το χρηματιστήριο. Στη μία ώρα που έμεινα εκεί, πέρασαν όλοι οι μάγειρες και οι σερβιτόροι για να με γνωρίσουν και να μου μιλήσουν, συχνά περισσότερο από μία φορά ο καθένας. Με σπασμένα αγγλικά με ρωτούσαν ποιες μετοχές συνιστούσα για αγορά στο χρηματιστήριο της Κίνας και αν γνώριζα κάποιες για σίγουρα κέρδη. Κάθε φορά που απαντούσα ότι ήμουν επιφυλακτικός απέναντι στο κινέζικο χρηματιστήριο, με σταματούσαν για να μου πουν εκείνοι ποιες μετοχές θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να αγοράσω, αν ήθελα ένα γρήγορο 20%. «Αν δεν έχεις μετοχές της Shanghai Pudong αγόρασε σήμερα» μου είπε ένας από τους βοηθούς μάγειρες. «Πούλησε ό,τι έχει σχέση με χαλκό» φρόντισε να με συμβουλέψει μία σερβιτόρα, η οποία έμοιαζε να γνωρίζει πιο πολλά για μετοχές απ’ ότι ένας broker του City. Λίγο πριν φύγω από το εστιατόριο ο ιδιοκτήτης κάθισε και πάλι μαζί μου. «Μερικοί μένουν εδώ μέχρι το πρωί για να παίξουν στο χρηματιστήριο της Κίνας» μου είπε. «Κάθομαι μαζί τους λίγες ώρες και μετά τους αφήνω στο γραφείο μου, όπου έχω βάλει οθόνες με ζωντανή σύνδεση και το πρωί τους βρίσκω στο ίδιο σημείο που τους άφησα, κουρασμένους αλλά χαρούμενους. Κερδίζουν περισσότερα χρήματα από το χρηματιστήριο απ’ ότι απ’ τη δουλειά. Έχω χάσει τρεις σερβιτόρους σε δύο μήνες και ο μάγειρας μένει γιατί του έχω κάνει δύο αυξήσεις μισθού από την αρχή του έτους.» Στην έξοδο με συνόδευσε όλο το προσωπικό του εστιατορίου με φωνές και επευφημίες. Οι πελάτες του εστιατορίου με κοιτούσαν με απορία προσπαθώντας να αναγνωρίσουν αν ήμουν κάποιος γνωστός ηθοποιός ή καλλιτέχνης και κάποιοι έβγαλαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, καλού κακού, αποθανατίζοντας τη στιγμή. Η τελευταία φωνή που διέκρινά ήταν του ευτραφή βοηθού μάγειρα: «Shanghai Pudong Bank», μου φώναξε, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω μου. «Αν είχα μετοχές της Shanghai Pudong θα πουλούσα την ίδια ημέρα», σκέφτηκα, θυμούμενος την κλασική ιστορία του Joe Kennedy.
Ο Joe Kennedy, πατέρας του John F. Kennedy, είχε πουλήσει τις μετοχές του πριν το κραχ του τέλους της δεκαετίας 1920 και είχε κερδίσει εκατομμύρια δολάρια σε μία φάση που, σχεδόν, όλοι οι υπόλοιποι είχαν καταστραφεί. Η ειρηνική δεκαετία του 1920 είχε χαρακτηριστεί από μεγάλη ανάπτυξη για τις ΗΠΑ. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η βιομηχανοποίηση και οι νέες τεχνολογίες όπως το ραδιόφωνο, το πικάπ, το αυτοκίνητο και πολλές άλλες που χρησιμοποιούμε σήμερα, σηματοδότησαν μία περίοδο ευημερίας. Στις νέες τεχνολογίες προστέθηκε σύντομα και η άνθηση του κλάδου αερομεταφορών, με την επιβατική αεροπλοΐα να αποτελεί από μόνη της μία επανάσταση. Η οικονομική άνθηση μεταφράστηκε σε άνοδο του Dow Jones και αυτή προσέλκυσε πολλούς νέους επενδυτές. Οι μετοχές φάνταζαν επίγειος παράδεισος και ο κανόνας ήταν πως καθένας έπρεπε να έχει όσες περισσότερες μπορούσε. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της αγοράς μετοχών με κάλυψη μικρού μέρους του κεφαλαίου, δηλαδή αυτού που, σήμερα, ονομάζουμε «μόχλευση» (margin). Η μόχλευση είναι, με απλά λόγια, μία μορφή δανεισμού, σε μετοχές. Τη δεκαετία του 1920 για κάθε δολάριο που επενδυόταν στο χρηματιστήριο, ο επενδυτής μπορούσε να δανειστεί μετοχές αξίας 9 δολαρίων. Αυτό σήμαινε πως αν η τιμή της μετοχής αυξανόταν κατά 1%, τα κέρδη θα ήταν 10%. Βέβαια, αν η μετοχή έπεφτε απότομα, ο επενδυτής μπορούσε να χάσει όλο το κεφάλαιό του εν ριπή οφθαλμού και επιπλέον να χρωστούσε και χρήματα στο χρηματιστή του. Από το 1921 μέχρι το 1929 ο Dow εκτοξεύτηκε από τις 60 στις 400 μονάδες, δημιουργώντας στιγμιαίους εκατομμυριούχους. Οι Αμερικανοί επένδυαν τις καταθέσεις, τους μισθούς, τις συντάξεις, ακόμη και τα σπίτια τους. Η επένδυση είχε μετατραπεί σε μανία και σύντομα εκατοντάδες απατεώνες σύστηναν εταιρίες τις οποίες εισήγαγαν στη χρηματιστηριακή αγορά, με συνοπτικές διαδικασίες. Οι δημόσιες εγγραφές υπερκαλύπτονταν, δημιουργώντας νέους πολυεκατομμυριούχους. Η συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτών θεωρούσε πως η μοναδική κατεύθυνση για τον Dow ήταν η ανοδική και αδυνατούσε ακόμη και να φανταστεί την περίπτωση πτώσης, πόσο μάλλον αυτήν ενός κραχ. Μέχρι το 1929 η FED είχε προβεί σε απανωτές αυξήσεις επιτοκίων για να σταματήσει την υπερθέρμανση της αγοράς, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν τότε που ο Joe Kennedy, σε μία πρωινή του βόλτα έξω από τη Wall Street, σταμάτησε σε ένα πάγκο για να γυαλίσει τα παπούτσια του και αυτό αποτέλεσε την αρχή δημιουργίας της τεράστιας περιουσίας του. Ο νεαρός που του γυάλιζε τα παπούτσια τον αναγνώρισε και ενθουσιασμένος τον συμβούλευσε να αγοράσει μετοχές μίας εταιρίας, η οποία θα έδινε σίγουρα κέρδη. Η ιστορία λέει πως ο Kennedy πούλησε όλο το χαρτοφυλάκιό του την ίδια ημέρα, γλιτώνοντας από το μεγαλύτερο χρηματιστηριακό κραχ. Αυτό που κατανόησε ήταν πως η επενδυτική μανία είχε φτάσει κοντά στα όριά της, καθώς είχε αγγίξει ακόμη και τα τελευταία στρώματα του λαού. Στις 24 Οκτωβρίου του 1929, η φούσκα έσπασε και η αγοραστική φρενίτιδα μετατράπηκε σε πανικό πωλήσεων. Όσοι έπαιζαν με μόχλευση συντρίφτηκαν και οι πρώην εκατομμυριούχοι επενδυτές, έγιναν πτωχότεροι από ποτέ. Το χρηματιστήριο κατέρρευσε στις 28 και 29 Οκτωβρίου και μέχρι το Νοέμβριο ο Dow είχε βρεθεί από τις 400 στις 145 μονάδες. Η συνειδητοποίηση του μεγέθους της καταστροφής ήρθε, ωστόσο, λίγο αργότερα, όταν έγινε γνωστό πως και οι τράπεζες είχαν επενδύσει τα αποθεματικά τους στο χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα να τα απολέσουν κατά τη διάρκεια της πτώσης. Μεγάλες τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες κήρυξαν πτώχευση και δεν ήταν λίγοι οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές που ωθήθηκαν στην αυτοκτονία. Περισσότερα από 16 δισεκατομμύρια δολάρια άλλαξαν χέρια και η κατάρρευση μίας οικονομίας βοήθησε στη δημιουργία μίας νέας γενιάς Κροίσων, που ονομάστηκαν «έξυπνο χρήμα». Καθώς αυτή η τραγική ιστορία περνούσε από το μυαλό μου, μετά την εμπειρία μου από την επίσκεψη στο κινέζικο εστιατόριο, μία νέα εικόνα μου προκάλεσε έκπληξη: ένα κινέζικο κρεοπωλείο, στο βάθος του οποίου διακρίνονταν μία μεγάλη οθόνη όπου ο κρεοπώλης παρακολουθούσε Bloomberg. Χωρίς να το σκεφτώ, πέρασα την είσοδο και ρώτησα: «πώς πάει η αγορά;». Ο κρεοπώλης μου έριξε μία βιαστική ματιά και απάντησε γρήγορα: «το αγγλικό έχει κολλήσει αλλά ο DAX ανεβαίνει». «Εσύ σε πιο από τα δύο παίζεις;» ρώτησα,. «Και στα δύο» μου απάντησε ο κρεοπώλης. «Παίζω στο κινέζικο κυρίως, εδώ και 1,5 χρόνο αλλά τώρα τελευταία κάνω trading παράγωγα στο DAX. Ανοίγω και κλείνω θέσεις μέσα στη μέρα.» Παίρνοντας μαζί μου αυτές και άλλες, παρόμοιες, εμπειρίες από την Chinatown του Λονδίνου, επέστρεψα στο γραφείο και ζήτησα από το τμήμα δεδομένων όλα τα στατιστικά στοιχεία που είχε συγκεντρωμένα σχετικά με την Κίνα. Ένα από τα πιο πρόσφατα αφορούσε στο συνολικό ποσό των τραπεζικών καταθέσεων των Κινέζων, το οποίο, για πρώτη φορά στην ιστορία, υπερκεράστηκε από το αντίστοιχο σε επενδύσεις σε μετοχές και αμοιβαία. Πρόσφατες μετρήσεις είχαμε και για τον πληθωρισμό, ο οποίος βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο 27 μηνών. Σύμφωνα με έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας, περισσότεροι από το 40% των Κινέζων θεωρούν τις μετοχές και τα αμοιβαία μετοχικά κεφάλαια ως την καλύτερη επένδυση. Αυτή είναι η υψηλότερη μέτρηση από το 1999, όταν άρχισαν να δημοσιεύονται τέτοια στοιχεία. Το, δε, ποσοστό των Κινέζων που θεωρούν τις τραπεζικές καταθέσεις ως την καλύτερη μορφή επένδυσης έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο 6αετίας.Ο δείκτης CSI 300 τιμολογείται 43 φορές πάνω από τα κέρδη των εταιριών των μετοχών που περιλαμβάνει και είναι ο πιο ακριβός δείκτης σε ολόκληρη την Ασία, ενώ έχει αυξηθεί περίπου 100% από την αρχή του έτους. Ο συνολικός αριθμός των χρηματιστηριακών κωδικών, έφτασε τον Ιούνιο τους 106 εκατομμύρια. Μέσα στο 2007 έχουν ανοίξει 27 εκ. νέοι κωδικοί, 5 φορές περισσότεροι από ότι σε όλο το 2006.Τα στοιχεία, μέχρι εκείνη την ώρα, φαίνονταν ενισχυτικά της άποψης ότι μία φούσκα, άνευ προηγουμένου, δημιουργείται στην Κίνα. Κάποια από αυτά που ακολούθησαν, όμως, ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακά. Σύμφωνα, λοιπόν, με έγκυρα κινέζικα ΜΜΕ, η επενδυτική μανία έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που έχει προκληθεί έλλειψη εργατικού δυναμικού. Για παράδειγμα, το 10% των οικιακών βοηθών έχει παραιτηθεί, επειδή κερδίζει περισσότερα χρήματα από το χρηματιστήριο απ’ ότι από τη δουλειά του. Ακόμη και βουδιστές μοναχοί διαπραγματεύονται σε καθημερινή βάση στο χρηματιστήριο, ενώ πολλοί αγρότες δηλώνουν πως κερδίζουν σε μία ημέρα ποσό που αντιστοιχεί στο, άλλοτε, μηνιαίο εισόδημά τους. Ξαφνικά όλοι κερδίζουν χρήματα και αυτό έχει οδηγήσει σε έξαρση της κατανάλωσης. Οι λιανικές πωλήσεις του Μαΐου αυξήθηκαν κατά 15,9% σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2006, ενώ είχαν προηγουμένως αυξηθεί κατά 15,5% σε σχέση με τον περυσινό Απρίλιο. Η αύξηση της κεφαλαιοποίησης της χρηματιστηριακής αγοράς, από την αρχή του 2007 μέχρι την 1η Ιουνίου, ξεπέρασε το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια. Αποτέλεσμα ήταν η εκτόξευση των πωλήσεων ενός μεγάλου φάσματος προϊόντων, από φτηνά ρούχα μέχρι πολυτελή αυτοκίνητα. Οι πωλήσεις κοσμημάτων απογειώθηκαν κατά 37%, των επίπλων κατά 42% και των αυτοκινήτων κατά 34%. Το, επίσημο, κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, στις αστικές περιοχές, κατά 19,5% και στις αγροτικές κατά 15,2% ενώ η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 11,1% στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Μετά από όλα αυτά τα στοιχεία, ήταν φανερό πως τα νούμερα επιβεβαίωναν την προσωπική μου εμπειρία από την Chinatown. Μοιάζει ξεκάθαρο πως στην Κίνα έχει, ήδη, δημιουργηθεί μία χρηματιστηριακή φούσκα, η οποία έχει αγγίξει και όλα τα στρώματα του λαού. Παρόλα αυτά, η σχετική φιλολογία συνεχίζεται και μόλις πριν από λίγες ημέρες ανώτατοι Κινέζοι αξιωματούχοι εξέφρασαν αμφιβολίες αναφορικά με την ύπαρξή της. Το ίδιο, όμως, συνέβη και το 1929 και το 1999, όταν πολλοί κυβερνητικοί οικονομολόγοι και πολιτικοί διαβεβαίωναν πως η αγορά «αντανακλούσε τη δυναμική της οικονομίας». Αποδείχτηκε πως είχαν άδικο αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου